λαχμητήριον
Look at other dictionaries:
λαχμητήριον — λαχμητήριον, τὸ (Μ) [λαχμός (Ι)] μερίδιο, κλήρος, λαχνός … Dictionary of Greek
λαχμητήριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχμητήριον — λαχμητήριον, τὸ (Μ) [λαχμός (Ι)] μερίδιο, κλήρος, λαχνός … Dictionary of Greek
λαχμητήριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)